- σίλυβο
- το / σίλυβον, ΝΑ, και σίλλυβον Αλόγια ονομασία αγκαθωτού φυτού, κν. γνωστού σήμερα ως γαϊδουράγκαθοαρχ.στον πληθ. τὰ σίλλυβα(κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) διακοσμημένες παρυφές ενδυμάτων ή άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά στο ένα άκρο ενώ στο άλλο αφήνονται ελεύθερα, τα κρόσσια, οι θύσανοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -βο-ς / -βο-ν (πρβλ. και σίσυ-βος «κροσσός, ιμάς, θύσανος», σίττυ-βον «μικρό δέρμα»). Χαρακτηριστικά τού τ. είναι η μορφολογική του ποικιλία και οι σημασιολογικές του εναλλαγές (πρβλ. σίλλυβον, σίλλυβα, σίλλυβος). Η Λατινική έχει αντίστοιχο τ. silybum «άκανθος» (πρβλ. σίλυβο[ν])].
Dictionary of Greek. 2013.